ἁμαξουργία

English (LSJ)

ἡ, = ἁμαξοπηγία, Thphr. HP 3.10.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ fabricación de carros Thphr.HP 3.10.1.

German (Pape)

[Seite 116] ἡ, Stellmacherei, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξουργία: ἡ, = ἁμαξοπηγία, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 10, 1.

Greek Monolingual

η (Α ἁμαξουργία) αμαξουργός
η αμαξοποιία.