ἁπλοσχήμων
English (LSJ)
ἁπλοσχήμον, of simple form, Str.Chr.2.28.
Spanish (DGE)
-ον, ἡ
sencilla de forma, de perfil poco recortado Λιβύη Str.Chr.2.28.
German (Pape)
[Seite 293] ον (σχῆμα), von einfacher Gestalt, Bildung, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλοσχήμων: -ον, ὁ ἁπλοῦν ἔχων σχῆμα ἢ μορφήν, Στράβ. Χρηστομάθ. σ. 465, 11.
Greek Monolingual
ἁπλοσχήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει απλό σχήμα ή μορφή.