ἁπλόη

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, die Einfachheit, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλόη: ἡ, = ἁπλότης Συνέσ. 288Β.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
simplicidad εἶδες ἁπλόην πολιτευμάτων Synes.Ep.148 (p.734), ἁπλόης κρονικῆς ἀποπνέων Tz.Comm.Ar.2.497.3.