η, ον, made of ἄγνος, Plu.2.693f.
-η, -ονhecho de agnocasto ῥάβδοι Plu.2.693f.• Etimología: Cf. ἄγνος.
ἄγνινος: -ον, ὁ, = ἄγνιος, Μεθόδ. 185D.
ἄγνινος: и ἄγνιος 3 сделанный из волошской вербы (ῥάβδος Plut.).
Reisk. Conj. für ἄγνιος.