ἄγουροι

Greek (Liddell-Scott)

ἄγουροι: οἱ, νεανίσκοι, ἔφηβοι, «Ἀχαιοὶ δὲ κούρους, Θρᾷκες ἀγούρους», Εὐστ. 1788, 56. Ἴδε ἄγουρος.