ον, = ἀδέρματος, Hsch. s.v. ἄδαπτον.
-ον que no tiene piel Hsch.s.u. ἄδαρτον.
ἄδερμος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαπτος.