ἄδερμος

English (LSJ)

ον, = ἀδέρματος, Hsch. s.v. ἄδαπτον.

Spanish (DGE)

-ον que no tiene piel Hsch.s.u. ἄδαρτον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδερμος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαπτος.