ἄζαλος

Greek (Liddell-Scott)

ἄζαλος: -ον, ὁ μὴ ζαλιζόμενος ἐκ τρικυμίας, Ψευδ-Χρυσ. τόμ. 7, σ. 400.

Spanish (DGE)

-ον
no tempestuoso, tranquilo τὸ πέλαγος Chrys.M.61.763.
• Etimología: Cf. ζάλη.