ᾰῐσος unequal met., dissimilar, θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δ' ἄισος (Benedictus e Σ: ἄιστος codd.) (I. 7.43)
ἄῑσος: Pind. = ἄνισος.
= ἄνισος,]unlike, unequal, Pind.