ἄκουκα

French (Bailly abrégé)

pf. dor. de ἀκούω.

Greek Monotonic

ἄκουκα: Λακων. παρακ. του ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουκα: дор. Plut. pf. к ἀκούω.