ἄκρητος

English (LSJ)

ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, v.sub ἄκρατος.

Spanish (DGE)

jón. v. ἄκρατος.

German (Pape)

[Seite 81] s. ἄκρατος.

French (Bailly abrégé)

ion. p. ἄκρατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.

English (Autenrieth)

(κεραννῦμι): unmixed, pure.

Greek Monolingual

ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)
βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ.

Greek Monotonic

ἄκρητος: ἀκρητο-ποσίη, -πότης, βλ. ἀκρατ-.