ἄκρια

English (LSJ)

τά, = ἄκρα, ἄκρια ῥινός Opp.C.2.552. ἀκριάω, adjoin, of land, GDI4999 (Gortyn, dub.).

Spanish (DGE)

-ων, τά punta, extremo ῥινός Opp.C.2.552.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρια: τά, = ἄκρα· ἄκρια ῥινός, Ὀπ. Κ. 2. 552.