ἄλλεγον

English (LSJ)

ἀλλέξαι, v. sub ἀναλέγω.

Spanish (DGE)

v. ἀναλέγω.

German (Pape)

[Seite 102] Hom. Iliad. 23, 253, f. ἀναλέγω.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. de ἀναλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλεγον: эп. impf. к ἀναλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλεγον: ἀλλέξαι, ἴδε ἐν λ. ἀναλέγω.

Greek Monotonic

ἄλλεγον: ἀλλέξαι, ποιητ. αντί ἀνέλεγον, ἀναλέξαι, παρατ. και απαρ. αορ. αʹ του ἀναλέγω.