ἄλυξα

French (Bailly abrégé)

ao. poét. de ἀλύσκω.

Greek Monotonic

ἄλυξα: Επικ. αόρ. αʹ του ἀλύσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλυξα: (= ἤλυξα) эп. aor. к ἀλύσκω.