ἄλφημα
German (Pape)
[Seite 112] τό, Kauf-, Pachtsumme, Inscr. II p. 221.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλφημα: -ατος, τό, = τῷ προηγ., τὸ ποσόν, ἐφ’ ᾧ οἰκοδόμος τις ἀναλαμβάνει μίαν ἐργασίαν, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2266Α. 14.
Spanish (DGE)
-ματος, τό arrendamiento, ID 502A.13 (III a.C.).