ἄμμιγα

English (LSJ)

poet. for ἀνάμιγα.

Spanish (DGE)

(ἄμμῐγᾰ) v. ἀνάμιγα.

French (Bailly abrégé)

adv.
pêle-mêle.
Étymologie: pour *ἀνάμιγα, de ἀναμίγνυμι.

German (Pape)

p. für *ἀνάμιγα.

Russian (Dvoretsky)

ἄμμῐγᾰ: adv. вперемешку, как попало, без разбору Soph., Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμιγα: ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ ἀνάμιγα, αναμίγνυμι.

Greek Monotonic

ἄμμῐγα: ἀμ-μίγνυμι, ποιητ. αντί ἀνάμιγα, ἀναμίγνυμι.