ἄμμιον

German (Pape)

[Seite 125] τό, Diosc., minium, Zinnober.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμιον: τό, (ἄμμος) = κιννάβαρι ἐν τῇ ἀμμώδει αὑτοῦ καταστάσει. Λατ. minium, Διοσκ. 5. 110· πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 58.