ἄμυστος

German (Pape)

[Seite 133] nicht eingeweiht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυστος: -ον, = ἀμύητος, Διον. Ἀρεοπ.

Spanish (DGE)

-ον no iniciado Dion.Ar.Myst.M.3.1000A.

Greek Monolingual

ἄμυστος, -ον (Α) μυῶ
ο αμύητος.