v. ἄνω.
v. 1 ἄνω.
v. ἄνω¹.
ἄνομαι: [pass. к ἄνω I] подходить к концу, быть на исходе (νύξ ἄνεται Hom.).
ἄνομαι: ἴδε ἐν λ. ἄνω.
see ἄνω.
ἄνομαι: βλ. ἄνω.