ἄνταλλος

English (LSJ)

ἄνταλλον, exchanged, Sch.D.T.p.343 H.

Spanish (DGE)

-ον
1 cambiado ἔξαλλον γὰρ καὶ ἄνταλλον καὶ περίαλλον καὶ πάραλλον φαμὲν παιδίον Sch.D.T.343.27.
2 correspondiente ἢ τίνι ἥνωται τὰ τοιάδε ἄνταλλα πράγματα ἀλλήλοις; Leont.H.Nest.M.86.1636B.

German (Pape)

[Seite 243] bei Suid. u. B. A. 410 Erkl. von ἀντάλλαγος.