ἄορτο

Greek (Liddell-Scott)

ἄορτο: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἤορτο, γ΄ ἐν. τοῦ παθ. ὑπερσ. τοῦ ἀείρω, πρβλ. ἄωρτο.

Greek Monotonic

ἄορτο: Ιων. αντί ἤορτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἀείρω.