ἄπευστον, = ἀπευθής, Hsch.
ἀνήκοος Hsch.
[Seite 289] = ἀπευθής, VLL.
ἄπευστος: -ον, = ἀπευθής, «ἄπευστος· ἀνήκοος» Ἡσύχ.