ἄπυγος

English (LSJ)

ἄπυγον, without buttocks, Semon.7.76, Pl.Com.184.3.

Spanish (DGE)

(ἄπῡγος) -ον
que no tiene culo una mujer, Semon.8.76, Λυκαινίδα, ... τὴν ἐλάφου παντὸς ἀπυγοτέρην AP 11.327 (Antip.Thess.)
de Cinesias, Pl.Com.200.3, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 341] (πυγή). ohne od. mit dürren Hinterbacken, Simon. mul. 76; ἐλάφου ἀπυγοτέρη Ant. Th. 4 (XI, 327).

Greek Monolingual

ἄπυγος, -ον (Α) πυγή
1. ο χωρίς οπίσθια
2. αυτός που έχει ισχνά οπίσθια
3. ο κίναιδος.

Russian (Dvoretsky)

ἄπῡγος: с тощим задом, поджарый (ἔλαφος Anth.).