ἄρραιστος
English (LSJ)
ἄρραιστον, unhurt, Sch.Od.13.259.
Spanish (DGE)
-ον
no herido, incólume de Idomeneo μέχρι τῶν νόστων ἄρραιστος διεφυλάχθη Sch.Od.13.259, cf. Sud.
German (Pape)
unzerstört, Suid.
ἄρραιστον, unhurt, Sch.Od.13.259.
-ον
no herido, incólume de Idomeneo μέχρι τῶν νόστων ἄρραιστος διεφυλάχθη Sch.Od.13.259, cf. Sud.
unzerstört, Suid.