ἄσαρος

English (LSJ)

Aeol. for ἀσηρός (causing discomfort), Sappho 77 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
no barrido Hsch. < ἄσαρος ἀσάρωτος > ἄσαρος
v. ἀσηρός.

Greek Monolingual

ἄσαρος, -ον (αιολ.) (Α) [άσα, αιολ. τ. του άση]
ο ασηρός.