ἄστοιχος

English (LSJ)

ἄστοιχον, not in a row, of the grains in an ear of wheat, Thphr. HP8.4.2.

Spanish (DGE)

-ον
no alineado de los granos de una espiga de trigo, Thphr.HP 8.4.2.

German (Pape)

[Seite 376] nicht in Reihen geordnet, πυρός, nach der Aehre so genannt, Theophr.

Greek Monolingual

ἄστοιχος, -ον (Α)
αυτός που δεν βρίσκεται σε κανονική σειρά, σε στοίχο.