ἄτρανος
Spanish (DGE)
-ον
1 obscuro τὰ ... προπείπτοντα [τ] ρανότερα βλέπεται, τὰ δὲ πορρώτερα ἀτ[ρα] νώτερα Demetr.Lac.Herc.1013.12
•fig. confuso ἐπιβαίνομεν ἔτι ἀτρανωτάτῳ λογισμῷ Meth.Res.2.16.
2 adv. -ῶς obscuramente, sin claridad τὸ ἀ. ἐπιχειρούμενον Leont.H.Nest.M.86.1729B, cf. Hsch.s.u. ἀσήμως.