ἄφεξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀπέχομαι) abstinence, τινός from a thing, Aret.CD1.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
abstinencia ref. a la dieta, c. gen. δριμέων Aret.CD 1.2.14.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, die Enthaltsamkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφεξις: -εως, ἡ, (ἀπέχομαι) ἡ ἀποχή, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.