ἄφθαστος
Spanish (DGE)
-ον
1 no alcanzable, insuperable βριαροί, ψεῦσται ... καὶ τῇ κακία ἄφθαστοι Cat.Cod.Astr.11(2).136.16.
2 adv. -ως sin poder alcanzar ἀκιχήτως, ἀκαταλήπτως, ἀ. Sch.Bek.Il.17.75.
-ον
1 no alcanzable, insuperable βριαροί, ψεῦσται ... καὶ τῇ κακία ἄφθαστοι Cat.Cod.Astr.11(2).136.16.
2 adv. -ως sin poder alcanzar ἀκιχήτως, ἀκαταλήπτως, ἀ. Sch.Bek.Il.17.75.