ἄφρυκτος

English (LSJ)

ἄφρυκτον, unroasted, κριθαί Poll.6.77, Harp.s.v. προκώνια, Gal. 11.807, etc.

Spanish (DGE)

-ον
seco, desecado κριθαί Ar.Byz.Fr.343, Crates Gr.Fr.75a-f., ἄφυσος δὲ κατὰ γαστέρα καὶ ὁ ἄ. (καρπός) Gal.11.807.

German (Pape)

[Seite 415] ungeröstet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφρυκτος: -ον, μὴ πεφρυγμένος, κριθαὶ Πολυδ. Ϛ΄, 77, Ἁρποκρ. ἐν λ. προκώνια, κτλ.