ἅληται

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sbj. ao.2 de ἅλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἅληται: эп. = ἅλεται.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἅληται conj. aor. 3 sing. van ἅλλομαι.