v. sub ἅλλομαι.
v. ἅλλομαι.
[Seite 110] Hom. Iliad 16, 754, s. ἅλλομαι.
ἆλσο: эп. (syncop.) 2 л. sing. aor. 2 к ἅλλομαι.
ἆλσο: ἴδε ἐν λ. ἄλλομαι.
see ἅλλομαι.
ἆλσο: βʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.