[Seite 110] s. ἅλλομαι.
ἆλτο: эп. (syncop.) 3 л. sing. aor. к ἅλλομαι.
ἆλτο: ἴδε ἐν λ. ἄλλομαι.
see ἅλλομαι.
ἆλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.