ἆμος

English (LSJ)

Dor. for ἦμος, as, when, Theoc.4.61, etc.

Spanish (DGE)

v. ἦμος.

German (Pape)

[Seite 128] dor. = ἦμος, als.

French (Bailly abrégé)

v. ἦμος.

Russian (Dvoretsky)

ἆμος: дор. = ἦμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἆμος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἦμος, ὡς, ὅτε. Θεόκρ. 4. 61, κτλ.

Greek Monotonic

ἆμος: Δωρ. αντί ἦμος, όταν, σε Θεόκρ.