ἇδος

English (LSJ)

ἁδοσύνη, Dor. for ἧδος, ἡδοσύνη.

Spanish (DGE)

v. ἦδος.

Greek Monotonic

ἇδος: ἁδοσύνη, Δωρ. αντί ἧδος, ἡδοσύνη.

German (Pape)

dor. für ἧδος, Freude.