Ἀΐδας

English (LSJ)

Dor. for Ἀΐδης, Ἅιδης, freq. in lyr. passages of Trag.

Spanish (DGE)

v. ᾍδης.

French (Bailly abrégé)

gén. Ἀΐδα;
dor. trag. et lyr. c. ᾍδης.

Russian (Dvoretsky)

Ἀΐδᾱς: (ᾱῐ) ὁ дор. = Ἃιδης.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀΐδας: Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἀΐδής, Ἅιδης, συχν. ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.

Greek Monotonic

Ἀΐδας: Δωρ. αντί Ἀΐδης, Ἅιδης, συχνά απαντά στα λυρικά χωρία των Τραγ.