Ἀβάντειος

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): tb. Ἀβάντιος Hdn.Gr.2.222, 370, 465
abanteo, abantio, de Abante, de los abantes Hdn.Gr.ll.cc., St.Byz.s.u. Ἀβαντίς.