Ἀθαμαντικός

Spanish (DGE)

Ἀθαμαντική, Ἀθαμαντικόν
• Alolema(s): Ἀθαμανικός Plin.HN 20.253
bot.
1 μῆον ἀθαμαντικόν meo, hinojo ursino, Meum athamanticum Jacq., μῆον τὸ καλούμενον Ἀθαμαντικόν Dsc.1.3, (meum) duo genera eius; nobilius Athamanticum uel Athamanicum Plin.l.c., cf. Damocr. en Gal.14.117, Philagr.29.28.
2 subst. ἡ ἀθαμαντική = atamántica otro n. de la tapsia θαψία μεγάλη ἤτοι ἀ. Gloss.Bot.Gr.389.11.