Ἀμμωνιακόν

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμμωνιακόν: τό, ὀρυκτὸν ἅλας, ἴδε Beckmann Hist. Invent. 4. 306. 2) τὸ κόμμι πετασώδους φυτοῦ, ἀμμωνιακὸν κόμμι, Διόσκ. 3. 98.