Ἀρήιος

Greek (Liddell-Scott)

Ἀρήιος: [ᾰ], -η, -ον, καὶ ος, ον, Ἰων. ἀντὶ Ἅρειος Ὅμ.· - ἰδιόρρυθμον θηλυκόν, Ἀρηιάς, άδος Κόϊντ. Σμ. 1. 187.