Ἀρηΐφατος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Ep. and Ion. for Ἀρείφατος (q.v.).

Greek Monotonic

Ἀρηΐφᾰτος: [ᾰ], -ον, Ιων. αντί Ἀρείφατος.