Ἀχέα

Greek (Liddell-Scott)

Ἀχέα: (=Ἀχαία;) ἐπίθ. Δήμητρος, Ἐπιγρ. Θεσπιῶν, Mitth. d. d. arch. Inst. IV. σ. 191. ― Ἴδε Ἀχαία.