ή, όν, (< Ἀχαιός) of or for the Achaians, Achaian, A. Ag. 185, 624, E. Tr. 236, al.
ή, όν :c. Ἀχαϊκός.
Ἀχαιϊκός: -ή, -όν (Ἀχαιός), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στους Αχαιούς, ο Αχαϊκός, σε Αισχύλ., Ευρ.