Ἀωσφόρος

English (LSJ)

ὁ, = Ἑωσφόρος (q.v.).

Spanish (DGE)

v. Ἑωσφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀωσφόρος: ὁ, = Ἑωσφόρος.

English (Slater)

Ἀωσφόρος v. Ἀοσφόρος.

Greek Monotonic

Ἀωσφόρος: Δωρ. αντί Ἑωσφόρος.