Ἄθως

English (LSJ)

[ᾰ], ω, ὁ, acc. Ἄθω Aeschin.3.132, Theoc.7.77, etc., but in earlier writers Ἄθων, Hdt.6.44, 7.22, Th.5.3: Ep. gen. Ἀθόω Il. 14.229; later gen. Ἄθωος Str.Fr.33:—mount Athos, Ἄθως σκιάζει νῶτα Αημνίας βοός (prov. of those whose influence is felt at a distance, from the shadow cast by Athos) S.Fr.776.

Spanish (DGE)

-ω, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [nom. Ἀθόως h.Ap.33, gen. Ἀθόω Il.14.229, Ἄθωνος Str.7.fr.33, Ἄθω A.R.1.601, ac. Ἄθω Pl.Lg.699a, Aeschin.3.132, Theoc.7.77, pero Ἄθων Hdt.6.44, 7.22bis, Th.5.3, Arist.HA 549b17]
Atos
1 mit. un gigante tracio, Nic.Fr.Hist.20, Sch.Er.Il.14.229.
2 ciudad en el monte Atos, Ptol.Geog.3.12.9, St.Byz.
3 monte en la Calcídica, Hdt.ll.cc., Lys.2.29, Isoc.4.89, Call.Fr.110.46, St.Byz.
prov. de aquellos cuya influencia se deja sentir a lo lejos Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός S.Fr.776.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
Athos, mont de Chalcidique.

Russian (Dvoretsky)

Ἄθως: эп.-ион. Ἀθόως, ω ὁ (acc. Ἄθω - эп.-ион. Ἄθων) Афон (гора на южн. оконечности п-ва Акта в Халкидике) HH, Her., Thuc., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Ἄθως: [ᾰ], ω, ὁ, αἰτ. Ἄθω, Αἰσχίν. 72, 25, Θεόκρ. 7. 77, κτλ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς παλαιοτέροις Ἄθων, Ἡρόδ. 6. 44., 7. 21., Θουκ. 5. 3: - Ἐπ. ὀνομ. Ἀθόως, όω, Ἰλ. Ξ. 229· μεταγεν. ὀνομ. Ἄθων, ωνος, Στράβ. 330. = τὸ ὄρος Ἄθως, Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός, Σοφ. Ἀποσπ. 348, νῦν Ἅγιον Ὄρος ἢ ἁπλῶς Ὄρος.

English (Autenrieth)

see Ἀθόως.

Greek Monotonic

Ἄθως: [ᾰ], -ω, ὁ, αιτ. Ἄθων ή Ἄθω· Επικ. ονομ. Ἀθόως, -όω· το όρος Άθως, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Middle Liddell

mount Athos, Il., etc.