Ἄϊδος

English (LSJ)

Ep. gen. of an obsol. nom. Ἄϊς,
A v. ᾅδης.
II Ἄιδος, ου, = ἅδης, Antim. ap. Sch.Il.Oxy.1087.43.

Spanish (DGE)

v. ᾍδης morf.

French (Bailly abrégé)

v. *Ἄϊς.

Greek Monotonic

Ἄϊδος: Επικ. γεν. άχρηστης ονομ. Ἄϊς, βλ. ᾅδης.

Russian (Dvoretsky)

Ἄϊδος: gen. к *Ἄϊς.