ἐαρίδροπος

English (LSJ)

Bgk. for ἐαρίδρεπτος.

Spanish (DGE)

(ἐᾰρίδροπος) -ον
que se recolecta en primavera, primaveral fig. ἀοιδαί Pi.Fr.75.6.2.

German (Pape)

[Seite 698] Erkl. des Vorigen, Dion. Hal.

English (Slater)

ἐᾰρίδροπος, -ον plucked in spring ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (-δρέπτων, -δρέπων vv. ll) fr. 75. 6.