ἐβήσετο

English (LSJ)

v. βαίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. Moy. de βαίνω.

Greek Monotonic

ἐβήσετο: Επικ. αντί -ατο, γʹ ενικ. Μέσ. αόρ. αʹ του βαίνω.