ἐγγέγαα

English (LSJ)

Ep. pf. of ἐγγίγνομαι. ἐγγεγωνώς· βοήσας, Hsch.

French (Bailly abrégé)

v. ἐγγίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγέγαα: эп. pf. к ἐγγίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγέγαα: Ἐπ. πρκμ. τοῦ ἐγγίγνομαι.

Greek Monotonic

ἐγγέγαα: Επικ. παρακ. του ἐγ-γίγνομαι.