ἐγγωνοειδής

English (LSJ)

ἐγγωνοειδές, = ἐγγώνιος (forming an angle) ΙΙ, Thphr. HP 3.12.5.

Spanish (DGE)

-ές
que forma ángulo, anguloso φύλλον ... ἐπὶ τῶν παλαιοτέρων (δένδρων) ἐγγωνοειδές Thphr.HP 3.12.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγωνοειδής: -ές, = τῷ προηγ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 12, 5.

Greek Monolingual

ἐγγωνοειδής, -ές (Α)
εγγώνιος.

German (Pape)

ές, einen Winkel bildend, Theophr.