ἐγερσίνοος

English (LSJ)

[ῐ], ον, soul-stirring, μέθη Nonn. D. 12.376; φωνή ib. 37.673; βίβλοι Procl.H.3.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -οιο Procl.H.1.7, 6.7]
que excita el espíritu μέθη Nonn.D.12.376, cf. 47.57, πρόνοια (de Helios), Procl.H.1.7, βίβλοι Procl.H.3.4, τελεταί Procl.H.6.7.

German (Pape)

[Seite 703] zsgz. -νους, geisterweckend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερσίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ τὴν διάνοιαν διεγείρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 184.

Greek Monolingual

ἐγερσίνοος, -ον (Α)
αυτός που διεγείρει τον νου ή τη διάνοια.